κουμπές

κουμπές
ο свод; купол

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κουμπές" в других словарях:

  • κουμπές — ο θολωτή στέγη, θόλος, τρούλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kubbe] …   Dictionary of Greek

  • κουμπές — ο (λ. τουρκ.), θόλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χανιά — Πόλη (13 τ. χλμ.), πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και της επαρχίας Κυδωνίας, έδρα δήμου. Τα X. είναι η δεύτερη πόλη της Κρήτης. Στο πολεοδομικό συγκρότημα των X. περιλαμβάνονται οι δήμοι Σούδας, Μουρνιών, Νεροκούρου κ.ά. Ιστορία, αρχαιολογία,… …   Dictionary of Greek

  • cubea — CUBEÁ s. v. boltă, campadură, cămin, coş, cupolă, horn. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  cubeá ( éle), s.f. – 1. Cupolă. – 2. Fumar. tc. ku(m)be (Şeineanu, III, 43); cf. ngr. ϰουμπές, sb. kubé, sp. alcoba …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»